πεζικό

πεζικό
Οι άντρες του στρατού ξηράς. Ουσιαστικά το π. είναι το βασικό σώμα κάθε στρατού. Ο Γάλλος στρατηγός Μοντουί (Maudhuy) γράφει στο βιβλίο του Πεζικό (1911): «Μόνο οι λαοί που έχουν καλό πεζικό έχουν μόνιμες επιτυχίες. Οι αρχαίοι Έλληνες, λαός με συνείδηση της υπεροχής του στον πολιτισμό, είχαν εξαίρετο πεζικό, που τους πρόσφερε την κυριαρχία της Ασίας». Η ιστορία του π. συνδέεται με τα πανάρχαια χρόνια. Οι Ασσύριοι είχαν περί το 2.000 π.Χ. πεζικό που το αποτελούσαν δορατοφόροι και τοξότες. Οι Αιγύπτιοι, περίπου από το 1500 π.Χ., είχαν ανάλογο σώμα. Το πεζικό των αρχαίων Ελλήνων το συγκροτούσαν οι οπλίτες, οπλισμένοι με αγχέμαχα όπλα και ασπίδα, οι ψιλοί, οπλισμένοι με τόξα, σφενδόνες και ακόντια, και οι πελταστές, ενδιάμεσο σώμα μεταξύ των δύο προηγούμενων. Με την πάροδο των αιώνων και τη διαρκή εφεύρεση νέων όπλων, το π. δεν έχει πια τον χαρακτήρα του παλαιού π., δεν παύει όμως να θεωρείται αποφασιστικός παράγοντας στις μάχες με συμβατικά όπλα. Έλληνες στρατιώτες πεζικού σε άρμα μάχης (φωτ. ΑΠΕ). Στρατιώτες του πεζικού με τη στολή της παραλλαγής κατά τη διάρκεια επίδειξης (φωτ.ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεζικό — το μάχιμο στρατιωτικό σώμα από πεζούς στρατιώτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… …   Dictionary of Greek

  • Κάννες — (Cannae). Αρχαίο χωριό της νότιας Ιταλίας, χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Οφάντο. Ονομαζόταν επίσης και Κάννα ή Κάννη. Ανασκαφές στην περιοχή αποκάλυψαν πως το σημείο εμφάνιζε ίχνη κατοίκησης από την πρώιμη εποχή του χαλκού. Κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Battle of Plataea — Infobox Military Conflict conflict=Battle of Plataea partof=the Persian Wars caption=Map of the battlefield at Plataea date=August 27, 479 BC place=Plataea, Greece result=Decisive Greek victory. territory=Persia loses control of Attica.… …   Wikipedia

  • Segunda Guerra Médica — Texto grande Segunda Guerra Médica Mapa indicativo de los principales eventos de la segunda invasión …   Wikipedia Español

  • ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”